-
1 среда
I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες* * *I ж( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον
II жзащи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
( день недели) η Τετάρτηв сре́ду — την Τετάρτη
ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη
по среда́м — τις Τετάρτες
-
2 окружение
-я ουδ.1. περικύκλωση• περίγυρος περιβάλλον•географическое окружение γεωγραφικό (φυσικό) περιβάλλον•
капиталистическое окружение καπιταλιστική περικύκλωση.
2. κοινωνικό περιβάλλον κύκλος•литературное окружение το λογοτεχνικό περιβάλλον.
3. τα περίχωρα, τα πέριξ;4. πολιορκία, περικύκλωση•попасть в окружение πέφτω στον κλοιό•
выходить из -я βγαίνω από τον κλοιό.
εκφρ.в -и – περιβαλλόμενος, περι-στοιχιζόμενος, συνοδευόμενος. -
3 среда
среда 1-ы, αιτ. среду, πλθ. среды, θ.1. ύλη, σώματα• σφαίρα•питательная среда θρεπτικές ύλες.
2. το περιβάλλον οι συνθήκες•географическая среда γεωγραφικό περιβάλλον.
|| κύκλος•литературная среда λογοτεχνικός κύκλος•
рабочая среда εργατικό περιβάλλον•
в -е учащихся στο μαθητικό περιβάλλον.
среда 2-ы, αιτ. среду, πλθ. среды, δοτ. -ам θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας). -
4 среда
сред||а I ϊ ж1. (окружение) τό περιβάλλον, ὁ περίγυρος:окружающая \среда τό περιβάλλον в нашей \средае́ στό περιβάλλον μας, στον κύκλο μας·2. биол.:питательная \среда τό θρεπτικό[ν] ὑλικό[ν].среда II ж (день недели) ἡ Тетартт?. -
5 среда
το περιβάλλον, ο περίγυροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > среда
-
6 атмосфера
-
7 круг
круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος* * *м1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλονпра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι
в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων
••заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος
-
8 обстановка
обстановка ж 1) (мебель) η επίπλωση, τα έπιπλα 2) (положение) η κατάσταση· το περιβάλλον (окружение)' οι συνθήκες, οι περιστάσεις (условия)' международная \обстановка η διεθνής κατάσταση* * *ж1) ( мебель) η επίπλωση, τα έπιπλαмеждунаро́дная обстано́вка — η διεθνής κατάσταση
-
9 окружение
-
10 осваиваться
осваивать||сяσυνηθίζω, ἐξοικιώνομαι:\осваиватьсяся с климатом συνηθίζω τό κλίμα· \осваиватьсяся в новой среде συνηθίζω τό νέο περιβάλλον, ἐξοικιώνομαι μέ τό περιβάλλον. -
11 оглядеть
-яжу, -дишьρ.σ.μ.περί βλέπω, περισκοπώ, κοιτάζω ολόγυρα.1. βλ. ρ. ενεργ. φ.2. συνηθίζω να διακρίνω στο σκοτάδι.3. μτφ. προσαρμόζομαι στο περιβάλλον, συνηθίζω γνωρίζομαι με το περιβάλλον. -
12 окружающий
1. επ. από μτχ. ο γύρω, ο περιβάλλων, ο περιστοιχίζων•-ие предметы τα γύρω αντικείμενα•
поля -ие деревню τα χωράφιαπου περιβάλλουν το χωριό.
2. ουσ. ουδ. -ее το περιβάλλον (φυσικό ή κοινωνικό)•-ая среда το περιβάλλον.
-
13 удушливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. αποπνικτικός, πνιγηρός• ασφυκτικός• — запах αποπνικτική μυρουδιά•-ая жара ασφυκτική ζέστα.
2. μτφ. δυσάρεστος, αντιπαθής, απεχθής•-ая атмосфера αποπνικτική ατμόσφαιρα (περιβάλλον)•
-ая среда αποπνικτικό περιβάλλον.
-
14 мир
I. 1. (вселенная, планета Земля) о κόσμος, το σύμπαν 2. (среда) о κόσμος, το βασίλειο II. (согласие) η ειρήνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мир
-
15 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
16 окисление
хим. η οξείδωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окисление
-
17 окружение
1. (окружающая обстановка) το περιβάλλον, ο κύκλος 2. (взятие в кольцо) η περικύκλωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окружение
-
18 сфера
1. (о земном шаре, небесном своде) η σφαίρα 2. мат. η σφαίρα 3. (предел действия, распространения чего-л., область чего-л.) о τομέας, η έκταση 4. (окружение, среда, обстановка) о κύκλοςτο περιβάλλον5. -ы (круг лиц, объединённых общностью положения, знаний и т.п.) οι κύκλοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сфера
-
19 освоить
освоить αφομοιώνω· καταχτώ (покорять)' - производство αφομοιώνω την παραγωγή \освоиться εξοικειώνομαι· \освоиться с обстановкой εξοικειώνομαι με το περιβάλλον* * *αφομοιώνω; καταχτώ ( покорять)осво́ить произво́дство — αφομοιώνω την παραγωγή
-
20 освоиться
осво́итьсяся с обстано́вкой — εξοικειώνομαι με το περιβάλλον
См. также в других словарях:
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — το όλα όσα μας τριγυρίζουν, το περίγυρο: Το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλον — περιβάλλω throw round pres part act masc voc sg περιβάλλω throw round pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
αστικό περιβάλλον — Βλ. λ. αστική οικολογία … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek